- ἑρμηνεύσω
- ἑρμηνεύωinterpretaor subj act 1st sgἑρμηνεύωinterpretfut ind act 1st sgἑρμηνεύωinterpretaor ind mid 2nd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ωροσκοπώ — έω, Α [ὡροσκόπος] αστρολ. παρατηρώ την ώρα τής γέννησης κάποιου για να ερμηνεύσω την τύχη του … Dictionary of Greek